- ὑπερτάτᾳ
- ὑπερτάτᾱͅ , ὑπέρupaárifem dat sg (doric aeolic)ὑπερτάτᾱͅ , ὑπέρτατοςuppermostfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπέρτατα — ὑπέρ upaári neut nom/voc/acc pl ὑπέρτατος uppermost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτάτας — ὑπερτάτᾱς , ὑπέρ upaári fem acc pl ὑπερτάτᾱς , ὑπέρ upaári fem gen sg (doric aeolic) ὑπερτάτᾱς , ὑπέρτατος uppermost fem acc pl ὑπερτάτᾱς , ὑπέρτατος uppermost fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερτάταν — ὑπερτάτᾱν , ὑπέρ upaári fem acc sg (doric aeolic) ὑπερτάτᾱν , ὑπέρτατος uppermost fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· … Deutsch Wikipedia
Portal:Classical Civilisation — Wikipedia portals: Culture Geography Health History Mathematics Natural sciences People Philosophy Religion Society Technology History: Ancient Egypt • Ancient Germanic Culture • Ancient Greece • Ancient Japan • Ancient Near… … Wikipedia
SOL — Phoenicibus olim Η῏λ, El, teste Serviô, In l. 1. Aen. v. 646. qui de Belo Phoenice, unde creta Dido, loquens, Omnes, inquit, in illis, partibus Solem colunt, qui ipsorum linguâ Hel dicitur; unde et Η῞λιος: η in ω discedente, et spiritu, in… … Hofmann J. Lexicon universale
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα — Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες … Dictionary of Greek
Ολίβιε, Λόρενς — (Laurence Olivier, Ντόρκινγκ, Λονδίνο 1907 – 1989). Άγγλος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Τελείωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη και το 1926 πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στο Repertory Theatre του Μπίρμιγχαμ. Η … Dictionary of Greek